βρουχητό

βρουχητό
το
ο βρυχηθμός, το μούγκρισμα: Τα άγρια ζώα του τσίρκου αφήνουν φοβερά βρουχητά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βρουχητό — το [βρουχούμαι] ο βρυχηθμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”